λέβητος

λέβητος
λέβης
kettle
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • IONA sive IONAS — IONA, sive IONAS unus es 12. minoribus Prophetis. Incepit sub Ioa et Amazia. secundum quosdam, munere suo erga Ninevitas defungi, A. M. 3211. Aliis id in A, C. 3168. reicientibus. Vide deillo 2. Reg. c. 14. v. 25. et Prophetiam eius, 4. capp.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… …   Dictionary of Greek

  • νηδύς — νηδύς, ἡ (Α) 1. στομάχι («τὰ τῆς ταλαίης νηδύος θρεπτήρια», Σοφ.) 2. κοιλιά, υπογάστριο 3. σπλάγχνα, εντόσθια 4. η μήτρα 5. μτφ. κοιλότητα αντικειμένου (α. «νηδὺς νάρθηκος», Νίκ. β. «νηδὺς λέβητος», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. Η αναγωγή… …   Dictionary of Greek

  • περιδίδωμι — Α μεσ. περιδίδομαι στοιχηματίζω («τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος» ας βάλουμε στοίχημα έναν τρίποδα ή έναν λέβητα, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δίδωμι «δίνω»] …   Dictionary of Greek

  • πλεύρωμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ.), στην πρώην επαρχία Έδεσσας, του νομού Πέλλης. * * * το, ΝΑ νεοελλ. πλευρά, πλαγιά λόφου ή όρους αρχ. πλευρά ανθρώπου ή αντικειμένου (α. «ὁμοσπλάγχνων πλευρωμάτων», Αισχύλ.) β. «λέβητος χαλκίου πλευρώματα», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”